- αντίκρυτα
- επίρρ. (Μ ἀντίκρυτα)αντίκρυ, απέναντι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντίκρυτα < αντίκρυ αναλογικά προς το συνώνυμό του εμπροστά < εμπρός ή έμπροσθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… … Dictionary of Greek